ενδυματολόγιο

ενδυματολόγιο
το
1. το σύνολο των ενδυμασιών ενός ατόμου, το βεστιάριό του, η γκαρδαρόμπα του.
2. τα σχέδια ή το σύνολο των ενδυμασιών που είναι απαραίτητες σε ένα θεατρικό ή κινηματογραφικό έργο, τα κοστούμια.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ενδυματολόγιο — το 1. το σύνολο τών ενδυμασιών, τών κοστουμιών που χρησιμοποιούνται σε θεατρική παράσταση, κινηματογραφική ταινία κ.λπ. 2. το σύνολο τών ενδυμάτων κάποιου, η γκαρνταρόμπα …   Dictionary of Greek

  • -λόγιο — (AM λόγιον και Μ λόγιν) β συνθετικό ουδέτερων ονομάτων από το ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «ομιλώ, λέω» (πρβλ. ημερολόγιο, ωρολόγιο, μοιρολόγιο, τιμολόγιο) είτε με τη σημ. τού «συλλέγω, συγκεντρώνω», οπότε και λειτούργησε ως περιληπτική… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”